τροκάρ

τροκάρ
το, Ν
ιατρ. όργανο κυλινδρικού οβελού τού οποίου η κορυφή έχει τρεις ακμές, είναι εφαρμοσμένο σε λαβή και περιέχεται μέσα σε κοίλη βελόνη και το οποίο χρησιμοποιείται για παρακεντήσεις ή για εισαγωγή ενδοσκοπικών οργάνων μέσα σε κοιλότητες τού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trocart < trois-quarts «τρία τέταρτα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”